- αντικαθιστώ
- αντικαθιστώ, αντικατέστησα βλ. πίν. 158
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αντικαθιστώ — κ. αντικατασταίνω (AM ἀντικαθίστημι, ιων. τ. κατίστημι) 1. βάζω κάτι ή κάποιον στη θέση άλλου, αναπληρώνω νεοελλ. αναπληρώνω ο ίδιος κάποιον αρχ. 1. τοποθετώ κάτι εναντίον κάποιου, αντιτάσσω 2. συμπληρώνω 3. επαναφέρω 4. ανασυντάσσω … Dictionary of Greek
αντικαθιστώ — βλ. αντικατασταίνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εισαγγελεύω — αντικαθιστώ τον εισαγγελέα και ασκώ τα καθήκοντά του. [ΕΤΥΜΟΛ. Η μετοχή εισαγγελεύων μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
υποκαθιστώ — αντικαθιστώ κάποιον ή κάτι, παίρνω τη θέση του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… … Dictionary of Greek
υποκαθιστώ — ὑποκαθίστημι, ΝΑ [καθίστημι / καθιστώ] (αμτβ.) καταλαμβάνω τη θέση άλλου, εγκαθιστώ τον εαυτό μου στη θέση άλλου («υποκατέστησε τον αδελφό του στη διεύθυνση τής επιχείρησης») νεοελλ. (μτβ.) 1. εγκαθιστώ κάποιον ή τοποθετώ κάτι στη θέση άλλου,… … Dictionary of Greek
ντουμπλάρω — 1. καλύπτω το εσωτερικό ενός ενδύματος με ύφασμα, φοδράρω 2. αντικαθιστώ έναν ηθοποιό σε ρόλο ή αντικαθιστώ τη φωνή ενός ηθοποιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. doubler «διπλασιάζω, φοδράρω» < γαλλ. double «διπλός» < λατ. duplus «διπλός, διπλάσιος»] … Dictionary of Greek
ντουμπλάρω — ντουμπλάρισα, ντουμπλαρίστηκα, ντουμπλαρισμένος 1. αντικαθιστώ ηθοποιό σε μια σκηνή κινηματογραφικού έργου. 2. αντικαθιστώ τη φωνή ηθοποιού σε μια κινηματογραφική ταινία. 3. φοδράρω. Ουσ. ντουμπλάρισμα, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλλαξοφοριάζω — [αλλαξοφόρι] αντικαθιστώ τα παλιά ρούχα με καινούργια, αλλάζω ρούχα … Dictionary of Greek
αλλαξοφορώ — (έω και άω) 1. αλλάζω ρούχα, αντικαθιστώ τα παλιά με άλλα καινούργια 2. (για ιερείς) φορώ ιερατικά άμφια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο * + φορώ. ΠΑΡ. νεοελλ. αλλαξοφόρι] … Dictionary of Greek